βουρλίζομαι,
ρ. [<βουρλίζω].
1α. νευριάζω υπερβολικά, παραφέρομαι: «τέτοιες ανοησίες ακούω συνέχεια
από δήθεν μορφωμένους ανθρώπους και βουρλίζομαι». β. παραφρονώ,
τρελαίνομαι: «ξαφνικά άρχισε να λέει και να κάνει απαράδεκτα πράγματα, λες και
βουρλίστηκε». 2α. κυριεύομαι από ερωτικό πάθος: «κάθε φορά που βλέπω
αυτή τη γυναίκα, βουρλίζομαι». β. (γενικά) κυριεύομαι από κάποιο πάθος
(οργή, μίσος κ.ά.): «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, κάθε φορά που
τον βλέπω βουρλίζομαι»·
- άσ’
τον να βουρλίζεται! έκφραση αδιαφορίας με την έννοια άφησέ τον μονάχο του
να ανησυχεί, να παλεύει, να αγωνίζεται να βρει την άκρη ή τη λύση του
προβλήματός του, αγνόησέ τον: «αφού δεν άκουγε μέχρι τώρα τις συμβουλές σου,
άσ’ τον να βουρλίζεται να τα φέρει βόλτα!».